- θέαμα
- το (AM θέαμα, Α ιων. τ. θέημα [θεώμαι]καθετί που βλέπει ή που παρατηρεί κανείς με προσοχή2. συνεκδ. η εντύπωση που δημιουργείται από την παρατήρηση τού θεάματος (α. «θλιβερό θέαμα» β. «δέρκου θέαμα», Αισχύλ.)νεοελλ.1. παράσταση σε θέατρο ή σε άλλον δημόσιο χώρο2. φρ. «έγινες θέαμα» — έγινες επίκεντρο τής προσοχής τών άλλωναρχ.1. τερπνό θέαμα, ευχάριστο όραμα2. (σε αντιδιαστολή προς το μάθημα) αυτό που μαθαίνει κανείς βλέποντας, παρατηρώντας («ἤ μαθήματος ἤ θεάματος», Θουκ.)3. ιδέα, σύλληψη4. φρ. «ἑπτά θεάματα» — τα επτά θαύματα τού αρχαίου κόσμου.
Dictionary of Greek. 2013.